- ἐπαινοῦντας
- ἐπαινέωapprovepres part act masc acc pl (attic epic doric)ἐπαινέωapprovepres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι … Dictionary of Greek